- φωτοφανείας
- φωτοφανείᾱς , φωτοφάνειαilluminationfem acc plφωτοφανείᾱς , φωτοφάνειαilluminationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατροκίνητος — ον, ΜΑ αυτός που κινήθηκε, που προξενήθηκε από τον Θεό Πατέρα («πατροκινήτου φωτοφανείας», Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + κίνητος (< κινῶ), πρβλ. θεο κίνητος] … Dictionary of Greek
υπερφαής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φωτεινός, υπέρλαμπρος μσν. λαμπρός και διαφανής («τῆς ὑπερφαοῡς ἐκείνης φωτοφανείας», Ανδρ. Κρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φαής (< φάος, φῶς), πρβλ. περι φαής] … Dictionary of Greek